- λαγέτης
- λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α)ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + -αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω) με σίγηση τού -F- και συναίρεση τών δύο -α- σε -ᾱ- (πρβλ. μοιρ-ᾱγέτης, ξεν-αγέτης)].
Dictionary of Greek. 2013.